ἀποβρομῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβρομῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβρομῶ Πόντ (Τραπ. Χαλδ.) Χίος

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βρομῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀποβάλλω τὴν δυσωδίαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἐπεβρόμεσεν ἡ χαλὲ (τὸ ἀποχωρητήριον). 2) Καθίσταμαι τελείως δυσώδης, βρομίζω ἐντελῶς Χίος: Ἐποβρόμησε τὸ ψάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/