ἀποβροτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβροτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβροτίζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπεβροτίζω Πόντ. (Τραπ.) ἀπεβρετίζω Πόντ.(Τραπ.) ’προβοτίζω Πόντ. (Κολων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπόβροτος. ᾽Ιδ. ΣΚουμαν. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λ.

Σημασιολογία

1) Μολύνω, ρυπαίνω ἔνθ ἀν.: Τὸ μωρὸν ἐπεβρότιξε με Κερασ. Τὰ λώματα ἀποβροτισμένα εἶν᾿ (λώματα=ἐνδύματα) Χαλδ || Φρ. Ἔεσεν κ’ ἐπεβρότσεν τὴ δουλείαν ἢ μόνον ἐπεβρότσεν τὴ δουλείαν (ἀπέτυχεν εἰς τὴν διεξαγωγὴν τῆς ὑποθέσεως διὰ τὴν ἀδεξιότητά του ἢ ἐπροξένησεν ἀποτυχίαν τῆς ὑποθέσεως διὰ τῆς ἀκαίρου ἢ ἀδεξίου ἐπεμβάσεως) Χαλδ. || Παροιμ. Ὅλα τὰ πεγαδομμάτ ὅνταν ἀποβροτίζωμε, ἄλλο ἀπόθεν θὰ παίρωμε νερόν; (ὅταν μαγαρίσωμεν ὅλα τὰ κεφαλάρια, ἀποποῦ πλέον θὰ πάρωμεν νερό; ἤτοι. δὲν πρέπει νὰ δυσαρεστήσωμεν τοὺς πάντας διὰ νὰ μὴ στερηθῶμεν βοηθείας ἐν ἀνάγκῃ) Σάντ. Συνών. βρομίζω. 2) Μεταφ. ἐξευτελίζω, προσβάλλω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.): Καλὰ ἐποίκες κ᾿ ἐπεβρότσες ἀτον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/