ἀποβροχάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβροχάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποβροχάρις ὁ, Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἦλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.)-ΓΔροσίν. Θὰ βραδυάζ. 76 ΜΤσιριμώκ. Ἐκ βαθ. 78 -Λεξ. Αἰν. Λεγρ. Μπριγκ. Μ’Εγκυκλ. Ἐλεύθερουδ. Βλαστ. 362 Πρω. Δημητρ. ἀποβρεχάρις Κεφαλλ. Πελοπν.-ΑΛασκαράτ. Στιχουργήμ. 2175.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποβρόχι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρις. Ὁ τύπ. ἀποβρεχάρις κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀποβρέχω.

Σημασιολογία

Ὁ μετὰ τὴν βροχὴν καιρὸς ἔνθ’ ἀν.: Μὴ βγαίνῃς σήμερα, γιατὶ εἶναι ἀποβροχάρις Ἦλ. Ὅ,τι βροχὴ ἔβρεξε πάει, τὴν πῆρε ὁ ἀποβρεχάρις Πελοπν. || Ποιήμ. Εἶπε κ’ ἔκατσε ἀπάνου ’ς τὴ γιˬακέττα του ποῦ ’χε ’ς τὴ γῆ ἁπλωμένη γιˬὰ τὴ νότιˬα, γιˬατὶ ἦταν ὁ καιρὸς ἀποβρεχάρις ΑΛασκαρᾶτ. ἐνθ’ ἀν. Δὲ θὰ μᾶς σφαλοῦν οἱ ἀποβροχάριδες καιροὶ κιˬ οὔτε θὰ μᾶς σκιˬάζουν οἱ νεροσυρμὲς οἱ γαργαρόνερες καὶ τὰ δέντρα ποῦ βροχοσταλάζουν ΓΔροσίν. ἕνθ’ ἀν. Ὁ ἀποβροχάρις ἂν σκορπᾷ τὴν πρώτη μπόρα τώρᾳ, δεύτερη, τρίτη, ἀπανωτὲς μὲ νέα ξεσποῦνε φόρα ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπόβροχο 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/