ἀποβυζαστάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβυζαστάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποβυζαστάρι τό, Πελοπν. (Ἦλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βυζαστάρι.

Σημασιολογία

Τὸ τελευταῖον γεννηθὲν τέκνον. Συνών. ἀποβύζι 2, ἀπογαμίδι 1, ἀπογεννάρι, ἀπογέννημα, ἀπογέννι 2, ἀπογόνι, ἀπόξυσμα, ἀποξύσμιν, ἀποσπόρι, στερνοπαίδι, στερνοπούλλι, ψυχοπόνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/