ἀπογάγγλασμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογάγγλασμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπογάγγλασμαν τό, Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογαγγλάζω.
Σημασιολογία
Ἐξάρθρωσις: Πολλὰ ὑπέφερα ἀσ’ σῆ ποδαρί’ μ’ τ’ ἀπογάγγλασμαν Χαλδ. Τῆ ερί ’τ’ ἀπογάγγλασμαν πολλὰ πόν φέρ’ (τῆς χειρὸς ἡ ἐξάρθρωσις φέρει πολλοὺς πόνους) Τραπ. Συνών. *ἀπογάγγλιˬασμα, στραμπούλισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA