ἀπογαλάχτισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογαλάχτισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπογαλάχτισμα τό, Παξ. Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπογαλάκτισμα. Πβ.Πουλλολ. στ. 545 (ἔκδ. Wangner σ. 196) «σκώρφας ἀπογαλάκτισμα, στηθόπλευρον προβάτου».

Σημασιολογία

Τὸ ἐκ πλύσεως τῆς σκάφης καὶ τῶν χειρῶν τῆς ζυμωτρίας προερχόμενον γαλακτῶδες ὕδωρ: Ἡ φτωχε͜ιὰ ἔδινε τοῦ παιδιˬοῦ της τ’ άπογαλαχτίσματα ὅντας ἔζ’μωνε ἡ πλούσιˬα (ἐκ παραμυθ.) Παξ. Νὰ χιˬούσῃς ἀπὸ τὴ σκαφίδα τ’ ἀπογαλάχτισμα Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/