ἀπογάλεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογάλεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπογάλεμα τό, ἀμάρτ. ’πογάλεμαν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογαλεύω.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ παύσῃ νὰ ἀρμέγῃ τις. Πβ. ἀπογάλωμα. 2) Συμπίεσις τῶν θηλῶν τῶν μαστῶν τῶν θηλέων βρεφῶν, ἥτις γίνεται ὑπὸ τῆς μαίας διὰ νὰ δυναμώσουν καὶ γίνουν καλαὶ τροφοί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/