ἀπογαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογαλιˬάζω Κύθν. Μῆλ. ἀποαλιˬῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γάλα.

Σημασιολογία

Ἀπογαλαχτίζω 3, ὃ ἰδ., ἔνθ’ άν.: Ἀπογάλιˬασαν οἱ κατσίκες Μῆλ. Κοdεύει ν’ ἀποαλιˬάσῃ τὸ ζῷ καὶ δὲ bορῶ νὰ σοῦ φέρω γάλα Ἀπύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/