ἀπογάλισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογάλισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπογάλισμα τό, Κρήτ. ’πογάλισμα Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπογαλίζω.

Σημασιολογία

1) Ἡ διακοπὴ τοῦ γάλακτος τῶν ἐγγάλων ζῴων: Τὰ ὀζὰ εἶναι ’ς τ’ ἀπογάλισμα. 2) Ὁ χρόνος καθ’ ὃν παύουν πλέον τὰ ζῷα νὰ παράγουν γάλα περίπου κατὰ τὸ τέλος τοῦ θέρους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/