ἀπογαναχτῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογαναχτῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογαναχτῶ Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Τραπ.) ἀπουγανιαχτῶ Μακεδ. ’πουγανιχτῶ Μακεδ. ’πεγαναχτῶ Πόντ. (Ἀμισ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ’γαναχτῶ, δι’ ὃ ἰδ. ἀγαναχτῶ.

Σημασιολογία

Ἀναπαύομαι μετὰ δρόμον ἢ ἄλλον κόπον ἕνθ’ ἀν: Βρῆκι μιὰ γρα͜ιὰ ποῦ κάθουνταν ’ς ἕνα βράχουμα ἀπάν’ γιὰ νὰ ’πουγανιχτήσ’ (ἐκ παραμυθ.) Μακεδ. Κάτσανε ’ς σὸ μεσοστράτι νὰ ’πεγαναχτήσουνε Ἀμισ. Συνών. ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι (ἰδ. ξεκουράζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/