ἀπογαντζίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογαντζίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογαντζίζω Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γαντζί.

Σημασιολογία

Διαχωρίζω τὰ σκέλη τινὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἐπσγάντσιξεν τὴν κοσσἀραν (ὄρνιθα) Κρώμν. Σύρω κιˬ ἀπογαντζίζω σε! (ἀπειλὴ) Ὄφ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/