ἀπογάνωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογάνωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπογάνωμα τό, Λεξ. Αἰν. ἀπογάνωμαν Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ) ἀπουγάνουμα Θεσσ. Στερελλ. (Αἱτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογανώνω.

Σημασιολογία

1) Φθορά, ἐξάλειψις τοῦ γανώματος, τοῦ κασσιτερώματος Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Συνών. ξεγάνωμα. 2) Τὸ ἀτελὲς γάνωμα Θεσσ. 3) Ἡ ἀποπεράτωσις τοῦ γανώματος Στερελλ (Αιτωλ.) -Λεξ. Αἰν.: Ἀπάν’ τ’ ἀπουγάνουμα μ’ ηὖρις. 4) Τὸ μετὰ τὸ γάνωμα ἀγγείου ὑπόλειμμα τοῦ κασσιτέρου Θεσσ.: Πῆγα τοὺ καζάνι μ’ ’ς τοὺν καλαντζῆ νὰ τοῦ γανώσ’ κὶ τοὺ γάνουσι μὶ τ’ ἀπουγανώματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/