ἀπογε͜ιάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογε͜ιάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπογε͜ιάδα ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάκων. Μεσσ. Τριφυλ. κ.ἀ.) ἀπουγε͜ιάδα Στερελλ. (Ἀράχ.) ᾿πογε͜ιάδα Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόγε͜ιο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).
Σημασιολογία
1) Ἀπόγειος ἄνεμος Πελοπν. (Μεσσ.): Φυσάει ἀπογε͜ιάδα. 2) Μεγάλη ὑγρασία καὶ δριμὺ ψῦχος προερχόμενον ἐκ τόπου ὑγροῦ καὶ ψυχροῦ ἔνθ’ ἀν.: Μὴν κάθεσαι αὐτοῦ, γιατὶ εἶναι ἀπογειάδα Τριφυλ. Κά’ μιˬὰ ἀπουγε͜ιάδα σήμιρου ποῦ ξουρίζ’ Ἀραχ. Τά ’καψι ἡ ἀπουγε͜ιάδα (τὰ ἐξήρανε, τὰ ἐμάρανε) αὐτόθ. Συνών. ἀπογίλα 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA