ἀπογε͜ιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογε͜ιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογε͜ιάζω Ἤπ. Κρήτ. ἀπουγε͜ιάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’πουγε͜ιάζου Θεσσ. (Ἁλμυρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόγε͜ιο.
Σημασιολογία
1) Ἐκθέτω εἰς τὸ ψῦχος τῆς νυκτὸς μάλλινα ὑφάσματα διὰ νὰ ἐξασφαλίσω τὴν καλὴν διατήρησιν αὐτῶν ἢ ὕδωρ κατὰ τὸ θέρος διὰ νὰ καταστῇ ψυχρότερον Κρήτ.: Βγάλε τὰ σκεπάσματα ἀποὺ τὴ gασσέλλα νὰ τ’ ἀπογε͜ιάσῃς, γιατὶ θὰ τὰ φάῃ ὁ κοτσίπιδας (σήσ. σκόρος). 2) Ἀπροσ. πνέει ἀπόγειος δροσερὸς ἄνεμος Ἤπ. Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀπ’ τὰ μισάνυχτα κ’ ὕστιρα τώρα τοὺν Ἄουστου ’πουγε͜ιάζ’ Ἁλμυρ. Κάθουμι νὰ δρουσ’στῶ, γιατὶ ἰδῶ ἀπουγε͜ιάζ’ Αἰτωλ. Ἀπόγε͜ιασι τώρᾳ, γιατὶ εἶνι βράδ’ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA