ἀπογελῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογελῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογελῶ σύνηθ. ἀπογελοῦ Σκῦρ. ’πογελῶ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γελῶ.

Σημασιολογία

1) Παύω νὰ γελῶ σύνηθ.: Σὰν ἀπογέλασαν ξαναπιˬάσαν τὴ συζήτησι Λεξ. Δημητρ. Νὰ κάτσῃς μαζίν της, ἔν ’πογελᾷς Κύπρ. 2) Ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ Ἄνδρ. Μύκ. Σκῦρ Σῦρ. Χίος-Α᾽Εφταλ. Μαζώχτρ. 36 -Λεξ. Δημητρ.: Ἀλλο ἔν ἤκανε, μόνο ν’ ἀπογελᾷ τοὺς φίλους του νὰ τὸν ταΐζουν Χίος Ἡ κόρη ἐπογέλασε τὸ δράκω καὶ τοῦ πῆρε καὶ τὸ ἄλλο κλειδὶ (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Ὁ πατέρας ἔκαμε πῶς ψαρεύγει καὶ ἀπογέλασε τὸ παιδὶ καὶ ἔφυγε αὐτόθ. Ἀπογέλαοε τὸν Ἀράπη τσαὶ ρῖξε τονε νὰ μὴ σὲ διˬῇ (ἐκ παραμυθ.) Μύκ. Μ’ ἀπογέλασε τσ’ ἔφ’γε Σκῦρ. Δὲ σ’ ἀπογελῶ κ’ ἔννο͜ια σου! Α Ἐφταλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. γελῶ, ξεγελῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/