ἀπογεˬόρτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογεˬόρτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπογεˬόρτι τό, Θήρ. Νάξ. (Φιλότ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀπόγεˬορτος.
Σημασιολογία
Ἡ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέρα ἢ ἡμέραι, αἱ μεθέορτοι ἡμέραι ἕνθ’ ἀν.: Ἄφησε καὶ τ’ ἀπογεˬόρτι κάνομε εὐτή τὴ δουλε͜ιὰ Φιλότ. || Φρ. Αὐτὸς κάνει ἀπογεˬόρτι! (εἰρων ἐπὶ τοῦ συστηματικῶς ἀποφεύγοντος τὴν ἐργασίαν) Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA