ἀπογίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογίζω ἀμάρτ. ᾿ποΐζω Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόγει, δι’ ὃ ἰδ. ἀπόγε͜ιο.
Σημασιολογία
Ἐν τῷ γ’. ἑνικ. προσώπ., κάμνει δριμὺ ψῦχος κατὰ τὴν πρωίαν. Πβ. ἀπογε͜ιάζω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA