ἀπογινίσκομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογινίσκομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογινίσκομαι, ᾿πογινίσκομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀπόγινα ἀορ. τοῦ ρ. ἀπογίνομαι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίσκω -ομαι.

Σημασιολογία

Ἐξασθενῶ, ἐξαντλοῦμαι: Θωρῶ τον ταὶ ’πογινίσκεται ’ποὺ τὸ μαράζιν του. Συνών. ἀπογίνομαι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/