ἀπογίνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογίνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογίνομαι κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. κ.ἀ) ἀποΐνομαι Πόντ. (Ἀμισ.) ἀπογίνουμαι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀποΐνουμαι Πόντ. (Χαλδ.) ἀπουγίνουμι βόρ. ἰδιώμ. ἀπογένομαι Πάρ. (Λεῦκ.) ἀπογινούμενε Τσακων. ’πογίνομαι Θήρ. Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀπογίνομαι.
Σημασιολογία
1) Παύω νὰ εἶμαι ἐν τῇ πραγματικότητι, ἐν τῇ οὐσίᾳ, ἐκλείπω, ἐξαλείφομαι, ἐξαφανίζομαι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Ἔγινε κιˬ ἀπόγινε Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Γί’κι κιˬ ἀπουγί’κι οὑ δεῖνα (δὲν ὑπάρχει ἐν τῇ ζωῇ) Στερελλ. (Αἰτωλ) || Γνωμ. Τὰ γινόμενα δὲν ἀπογίνονται (τὰ γενόμενα δὲν ἐξαλείφονται, ὥστε πρέπει νὰ φροντίζωμεν περὶ διορθώσεως αὐτῶν κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ νὰ προσέχωμεν νὰ μὴ ἐπαναληφθοῦν) σύνηθ. ᾿Ηντν ἐέντον ’κ’ ποΐνεται (συνών. τῇ προηγουμένῃ. ’κ’ ποΐνεται=ἐκ τοῦ ’κὶ ἀποΐνεται) Χαλδ. Συνήθισε νὰ γίνεται, δὲν ἀπογίνεται (ἐπὶ κακῶν ἕξεων μὴ δυναμένων νὰ ἐξαλειφθοῦν, δευτέρα φύσις ἡ συνήθεια) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Συνών. ξεγίνομαι. 2) Ἐξασθενῶ, ἐξαντλοῦμαι, φθίνω Κύθηρ. Κύπρ. Λεσβ Πελοπν. (Λακων.) Πόντ (Τραπ. κ.ἀ.) -Λεξ. Αἰν.: ᾿Εποΐνητσεν πολ-λὰ ’ποῦ τὴν ἀρρώσκε͜ιαν Κύπρ. Συνών. ἀπογινίσκομαι. β) Παρακμάζω, γηράσκω Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀπόγινε τώρα αὐτὸς Λακων. Ἐσὺ γίνεσαι κ’ ἐγὼ ἀπογίνουμαι Κερασ. || Φρ. Ν’ ἀποΐνεσαι κι ἀπομέντς! (νὰ παρακμάσῃς καὶ ν’ ἀπομείνῃς διαρκῶς ἐν τῇ καταστάσει ταύτῃ! ἀρὰ) Τραπ. Χαλδ. Πβ. ἀπογερνῶ. 3) Λαμβάνω ἔκβασίν τινα, ἀποβαίνω, καταντῶ, ἐπὶ πραγμάτων καὶ προσώπων κοιν. καὶ Τσακων.: Τί ἀπέγινε τὸ ζήτημα-ἡ δουλε͜ιὰ-ἡ δίκη; κττ. Τί θ’ ἀπογίνω μὲ τόσα παιδιὰ καὶ χωρὶς δουλε͜ιά, Τί θ’ ἀπογίνῃ μὲ τὰ μυαλά ποῦ ἔχει; κοιν. Τσὲ ἀπονάτε ὑζέ ντι; (τί ἀπέγινεν ὁ υἱός σου;) Τσακων. || ᾎσμ. Μὰ δὲν ἠξέρω, μάθια μου, τὸ τί ἐποϊνῆκα, γιˬὰ πῆρε dη γιˬὰ πῆρε dο γιˬὰ ἐπιχωριστῆκα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Καὶ ἀπροσώπ., συμβαίνει κοιν.: Τί θ’ ἀπογίνῃ; Τί ἀπέγινε; 4) Ἀποτελειοῦμαι, ἀποπερατοῦμαι κοιν.: Ἀπόγινε τὸ ἄσπρισμα τοῦ σπιτιοῦ. Ἀπόγινε ὁ τρύγος. β) Ὡριμάζω, ἐπὶ καρπῶν κοιν.: Ἀπόγιναν τὰ σῦκα–τὰ σταφύλια κττ. Συνών. γίνομαι. γ) Ψήνομαι, βράζω τελείως πολλαχ.: Ἠπόγιναν τὰ ροβίθια Σίφν. 5) Γίνομαι μὲ τὸ παραπάνω, ἐπὶ κακοῦ, χειροτερεύω σύνηθ.: Ἦταν μεθύστακας, μὰ τώρα ἀπόγινε. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἀπόγινε. Ἀπόγινε τώρα ὁ κόσμος σύνηθ. || Παροιμ. φρ. Ἤτανε στραβὸ τὸ κλῆμα, τό ’φαγε κιˬ ὁ γάιδαρος κιˬ ἀπόγινε (ἐπὶ ἀλλεπαλλήλων δυστυχημάτων) Αἴγιν. || ᾎσμ. Τουρλὸ ἤμουν κιˬ ἀπογίνηκα, τὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἔχω, ἐλπίδα πλέον ἀπὸ σε καμμιˬὰ δὲν ἀπαντέχω Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA