ἀπογκρεμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογκρεμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογκρεμίζω Πελοπν. (Μάν.)-ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ. 2 72 -Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γκρεμίζω.

Σημασιολογία

Κρημνίζω τελείως, κατακρημνίζω ἕνθ’ ἀν.: Ὅλος ὁ βράχος ἀπογκρεμίστη Μάν. Τὸν ἀπογκρεμίσανε τὸν τοῖχο Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Τὸ χέρι τοῦ ξολοθρεμοῦ τὸ βάζει ἀπάνου ᾿ς ὅλα κιˬ ὅ,τι θωρεῖ ποῦ ράγισε σεισμὸς τ’ ἀπογκρεμίζει ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/