ἀπογλνταρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογλνταρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογλνταρίζω Πόντ. (Κερασ.) Μέσ. ἀπογλνταρίσκομαι Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. *γλνταρίζω.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τι γλοιῶδες, βλεννῶδες. Καὶ μέσ. Καθίσταμαι γλοιώδης, βλεννώδης, ἐπὶ σαρκῶν ἢ σωμάτων ζῴων νεκρῶν ἔνθ’ ἀν.: Ἀπογλνταρισμένον ψάριν-κυλλὶν Οἰν. Χαψία ἀπογλνταρισμένα Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA