ἀπογλυκαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογλυκαίνω
Τύπος
Παραλλαγή
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογλυκαίνω Μύκ. Πάρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπουγλυκαίνου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ’πογλυκαίνω Σύμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀπογλυκαίνω.
Σημασιολογία
1) Καθιστῶ τι γλυκὺ πρότερον ὃν ἁλμυρόν, πικρόν, δριμὺ κττ. ἐμβαπτίζων τοῦτο ἐντὸς γλυκέος ὕδατος Πάρ. Σύμ. Πβ. ξαρμυρίζω. 2) Ἐκπλύνω διὰ γλυκέος ὕδατος φορέματα πρότερον πλυθέντα μὲ θαλάσσιον ὕδωρ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πάρ. ξεβγάλλω. 3) Ἀποβάλλω τὴν γλυκεῖαν γεῦσιν, παύω νὰ εἶμαι γλυκὺς Πόντ. (Τραπ.): ᾿Επεγλύκαναν τἀ συκάμινα. 4) Πικραίνομοι Πόντ. (Χαλδ.): ᾿Επεγλύκανε τὸ στόμα μ’. 5) Μέσ. αἰσθάνομαι γλυκύτητα τρώγων τι Μύκ.: Τ᾿ ἀρπετὰ ἀπογλυκαθήκανε τὸ βούιδι (τὰ πτηνὰ ηὐφράνθησαν φαγόντα τὸν ἀποθανόντα βοῦν). Συνών. γλυκαίνομαι, λειξιˬαίνομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA