ἀπογλυτώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογλυτώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογλυτώνω Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπουγλυτώνου Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Μέσ. ἀπουγλυτώνουμι Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γλυτώνω.
Σημασιολογία
1) Ἀπαλλάσσω τινὰ ἐντελῶς ἀπὸ κακοῦ ἢ κινδύνου Λέσβ. (Ἀγιάσ.) -Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Τὸν ἀπογλύτωσε ὁ γιατρὸς Λεξ. Πρω. Θέ μ’, ἀπουγλύτουνι μας ἀποὺ κάθι κακό! Ἀγιάσ. Καὶ ἀμτβ. ἀπαλλάσσομαι ἐντελῶς ἀπό τινος Λεξ. Πρω.: Ἀπογλύτωσα ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Πβ. ἀπογλυτρώνω. 2) Μέσ. κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω Θρᾴκ. (Αἶν.): Ἀπόψι πλεˬὰ δὲ θὰ τ’ ἀπουγλυτουθῇς νὰ φυ’ς (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA