ἀπογνέθω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογνέθω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογνέθω Κέρκ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος ἀπουγνέθου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’πογνέθου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ’πονέθου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γνέθω, παρ’ ὃ καὶ νέθω.

Σημασιολογία

Τελειώνω τὸ γνέσιμο, ἀποπερατῶ τὴν νῆσιν ἔνθ’ ἀν.: Ὅλο τὸ κουβάρι τ᾿ ἀπόγνεσα Πελοπν. (Μάν.) || ᾎσμ. Ἔγνεσε κιˬ ἀπόγνεσε, | ἔγνεσ’ ἕνα κουβαράκι | ἴσιˬαμ’ ἕνα ρεβιθάκι Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/