ἀπογνωμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογνωμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογνωμίζω, ’πογνωμίζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γνωμίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀποβάλλω τὴν καλὴν γνώμην, τὴν κρίσιν, τὴν ὁποίαν ἐσχημάτισα πρότερον περί τινος προσώπου ἤ πράγματος: ᾿Επογνώμισεν ’ποῦ τὴν γεναῖκαν. Ἀρκινᾷ νὰ ’πογνωμίζῃ ’ποὺ τὸ σκολεῖον. 2) Μεταβάλλω γνώμην: Ἐθελά το πολλοὶ ’τεῖνον τὸ χωράφιν, ἔδωκά του ἑκατὸν λίρες νὰ μοῦ τὸ δώσῃ τ’ ἔν μοῦ τό ’δωσεν, τώρᾳ ἔν τὸ θέλω πκεˬόν, ἐπογνώμισα. Ἔφυεν ’ποῦ τὴν χαρτωμένην του τ’ ἔν τὴν θέλει πκεόν, ἐπογνώμισεν (χαρτωμένη=ἀρραβωνιαστική). Συνών. ἀλλαγηγνωμῶ, ἀλλαξογνωμῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA