ἀτσιγγανοφορεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσιγγανοφορεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσιγγανοφορεμένος ἐπίθ. Χίος ’τσιγγανοφορεμένος Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν Ἀτσίγγανος καὶ τοῦ φορεμένος μετοχ τοῦ ρ. φορῶ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ φορῶν ἐνδύματα οἰονεὶ Ἀτσιγγάνου, ἀκάθαρτα ἕνεκα πένθους: ᾎσμ. Καὶ μπαινοβγαίνει ἡ μάννα της ’τσιγγανοφορεμένη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/