ἀτσίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀτσίδα σύνηθ. ἀτσίδα Πελοπν. (Χατζ.) ἀτσ’δὰ Πάρ. (Λεῦκ.) ἄτζίδα Τῆν. Χίος ἀζίδα Τῆν.(Κώμ.) ἀτσία Ἰκαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἰκτὶς διὰ τῆς αἰτιατ. ἰκτίδα. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ κτι εἰς τσι πβ. καὶ γαλακτὶς – γαλακτίδα - γαλατσίδα. Πβ. Κορ Ἄτ. 4, 38. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Εἴδη τοῦ γένους τῶν ἰκτίδων (mustelidae) τῆς τάξεως ἁρπακτικῶν (rapaces) καὶ ἰδίᾳ 1) Ἰκτὶς ἡ τοῦ Ἀριστοτέλους (mustela foenna) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ. κ.ἀ.), συνών. νυφίτσα, καὶ ἰκτὶς ἡ ὀρεοδίαιτος (mustella Μartis) Ἀμοργ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἰων. (Κρήτ.) Κύθν. Νάξ. (Ἐγκαρ. Κορων.) Πάρ. Σέριφ. Σῦρ Τῆν. Χίος, Συνών. κουνάβι 2) Ἀλώπηξ Ἰκαρ. Συνών. άλεποῦ. 3) Μετων ἄνθρωπος ἔξυπνος Πελοπ (Κόρινθ. Χατζ.) Συνών. ἀτσίδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA