ἀπογυρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογυρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογυρίζω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀπογυρίζ-ζω Χίος ἀπογυρίντζω Σίφν. ἀπογυρίζου Σκῦρ. ἀπουγυρίζου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἀποϋρίζω Θήρ. ᾿Ικαρ. Κάρπ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίκιν. κ.ἀ. ἀποϋρίτζω Κάρπ. ἀποερίζω Θήρ. ᾿πογυρίζω Κύπρ. Κῶς Ρόδ. Τῆλ. ᾿πογυρίντζω Σίφν. ’ποϋρίζω ᾿Ικαρ. Κάρπ. Κίμωλ. Κύθν. Κύπρ. κ.ἀ. Ποϋρίτζω Κάρπ. ’πεγυρίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾿πεϋρίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ’πιγυρίζου Ἴμβρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀπογυρίζω. Πβ. Περὶ δυστυχ. καὶ εὐτυχ. στ. 274 (ἔκδ. SLambros σ. 300) «ἀπογυρίζει τὸν τροχόν, βλέπει τον τριγυρίαν». Ὁ τύπ. ἀποερίζω κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀπογέρνω.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) Kάμνω ἀπόγυρον, πορεύομαι στροφάδην, κυκλοτερῶς καὶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, παρεκκλίνω, παρακάμπτω σύνηθ.: Ποτὲ δὲν ἔρχεται dρίττα, πάdα ἀπογυρίζει ἀπὸ τὲς ἀπανώστρατες Κεφαλλ. ᾽Εποΰρισεν γιὰ νὰ πάῃ ’ς τῆς ἀγαπητιτῆς του γιˬὰ νὰ μὲν τὸν δοῦν Κύπρ. Γιˬὰ ’πιγύρ’σι, διˬέ, τί γίνιτι πίσου ἀπ’dοὺ dοῖχου μας Ἴμβρ. || Παροιμ. Ἄν ἔξερα τὴν πέτραν ποῦ ’εν νὰ κουτσουβλήσω, ἐποΰριζα ’πό ’ναν μίλιν (ἐπὶ τῶν ἀπροόπτων κακῶν) Κύπρ. Γυρίζει ᾿πογυρίζει τ’ ἄλεσμα, ’ς τὸν μύλον του πααίνει (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ πράξῃ ἄλλως, παρὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὴν μοιραίαν ὁδὸν) Κῶς || ᾎσμ. Εἶπουν νὰ μὲν πάω ’σ-σω της, εἶπουν νὰ μὲν πατήσω, τ’ ἐμέναν στράτα μού ἐνι, πόθ-θεν νὰ ’ποϋρίσω; Κύπρ. Συνών. ἀναγυρίζω Α 3. Καὶ μετβ. Παρεκκλίνων τῆς εὐθείας ὁδοῦ ἀπομακρύνω τινὰ ἀπό τινος Ρόδ.: ᾎσμ. ’Σ τῆς ποθητῆς μου τὸ στενὸ ’πουκεῖ ’ποϋρίσετέ με. Συνών. ἀναγυρίζω Β 4. 2) κάμνω στροφὴν κατὰ τὸ ἔσχατον ὅριον τοῦ καλλιεργουμένου ἀγροῦ, ἐπὶ τοῦ ζευγηλάτου Κίμωλ.: Τώρᾳ ἀπογυρίζει πίσω. Συνών. ἀπογέρνω Α5. 3) Κάμνω ἀντιστροφὴν, γυρίζω ἀντιστρόφως Πόντ. (Τραπ.): Ἐγύρτσα ὀλόερα ’ς σ’ ὀσπίτι κ’ ὕστερα ἐπεγύρτσα. 4) Ἐπιστρέφω, ἐπανέρχομαι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) ᾿Ικαρ. Κύπρ. Λέρ. κ.ἀ.: Πῆγε ’κεῖνος καὶ δὲν ἀπογύρ’σε ἀκόμη Σαρεκκλ. || Φρ. ᾽Εκεῖ ποῦ θὰ πάς, νὰ μὴν ἀπογυρίσῃς! (ἀρὰ) Θρᾴκ. || Παροιμ. Ἡ ἀανιὰ ’ποΰρισε καὶ τῆς ἀανοῦς ἐπόκατσε (αἱ διαβολαὶ καὶ συκοφαντίαι, ἀφοῦ κάμουν τὸν γῦρον των, ἐπιστρέφουν πάντοτε εἰς τοὺς ἐκτοξεύοντας ταύτας. ἀανιὰ=ἀβανιά, συκοφαντία) Κάρπ. || ᾎσμ. Ἀπογύρισε τὸ γιˬόμα | κ᾿ ἔλα νὰ μὲ βρῇς ᾿ς τὸ στρῶμα Λέρ. Συνών. ἀναγυρίζω Α1. 5) Περιφέρομαι ἐδῶ κ’ ἐκεῖ Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾿Εποϋρίσετε ἢ δὲν ἐρχέψετε ἀκόμη; Συνών. ἀναγυρίζω Α2. Β) Μετβ. 1) Κάμνω τινὰ νὰ γυρίσῃ ὀπίσω, δὲν δέχομαι προσφερόμενόν τι, ἀποποιοῦμαι νὰ δεχθῶ τινα. ἤ τι Κρήτ. Κυδων. Λέσβ. Σαμοθρ. Χίος κ.ἀ.: Μ’ ἀπογυρίσανε ἀπὸ τοῦ παππᾶ τὸ σπίτι Κρήτ. Νὰ τὸ πάρῃς τὸ γλυκό, μὴ μ’ ἀπογυρίσῃς Χίος Ἀπογεύτσι του, μὴ μ’ ἀπουγυΐῃς Σαμοθρ. Μὴ μ’ ἀπογυρίσ’ς, γιˬατὶ ἔχου κόρις (τὸ ν᾿ ἀποποιῆταί τις νὰ δεχθῇ προσφερόμενον γλύκυσμα ἢ δῶρον θεωρεῖται δυσοίωνον διὰ τοὺς ἔχοντας θυγατέρας) Λέσβ. Συνών. ἀναγυρίζω Β3. β) Δίδω τι ὀπίσω, ἐπιστρέφω τι πρός τινα Θρᾴκ. (Μυριόφ. Σαρεκκλ.): Θὰ σὲ δώσω κἄτι τι, νὰ μὴ μὲ τ’ άπογυρίσῃς Μυριόφ. ᾿Πεγύρ᾿σε τους dὴ bροῖκα dως καὶ ’φήσ’ dηνα Σαρεκκλ. 2) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀποφεύγω, ἀποστρέφομαί τινα ἤ τι Ἰων. (Κρήν.) Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ.: Τὸν ἀπογυρίζουνε, γιατὶ εἶναι χτικιάρις Μάν. Τὸν ἥλιο bάρεμου τὸν ἀποϋριζούμεστα, ἐνῷ ἅμα βασιλέψῃ ὁ ἥλιˬος βγάνομε τὸ μαdήλι (bάρεμου=τουλάχιστον) Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Ἀφοῦς μισᾷ τὰ γράμματα, τὲς τέχνες ’ποϋρίζει τίτσιρος τιˬ ἀνυπόλυτος ἄρκον ’εν-νὰ γυρίζῃ (τίτσιρος=γυμνός. ἄρκον=αὔριον) Κύπρ. 3) Γυρίζω πρὸς τὰ ἐντὸς τὴν ἄκραν ἐνὸς ὑφάσματος καὶ τὴν ράπτω Ἴμβρ.: Dοὺ ’πιγύρ’σα dοὺ πουδόγ’ρου κὶ dοὺ γάζουσα. 4) Κάμνω τινὰ νὰ κάμῃ στροφὴν πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀποστρέψω τινὰ Σῦρ.: Τ’ ἀπογύρισα τὰ πρόβατα. 5) Ἀναστρέφω τὸ χῶμα καλλιεργῶν ἀγρὸν ἢ ἀμπελῶνα, ἀνασκάπτω Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κύπρ. κ.ἀ.: Ἄρκον ’εν-νὰ ’ποϋρίσωμεν τ’ ἀμπέλιν Κύπρ. Σήμιρα ἀπουγύρ’σα τοὺ χουράφ’ Ζαγόρ Συνών. ἀναγέρνω Α1β, ἀναποδογυρίζω 1 γ. 6) Ἀντιστρέφω Λεξ. Πρω: Μὴν ἀπογυρίζῃς τὰ λόγιˬα σου. 7) Μεταστρέφω τὴν ἰδέαν τινός, τοῦ ἀλλάζω γνώμην Λεξ. Δημητρ. 8) Σείω κυκλοτερῶς τὸ κόσκινον, ὥστε νὰ ἀνέλθουν ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ καθαριζομένου γεννήματος (σίτου κττ.) αἱ ἄχρηστοι οὐσίαι, τὰ σκύβαλα Θήρ. Κάρπ. Κύθν. Κύπρ. Σίκιν. Τῆλ.: Ἀπογύρισ’ τὸ σιτάριν νὰ τ’ ἀλέσωμεν Κύπρ. ‘Aπογυρίξω τὸ κριθάρι Κύθν. Ἀπογυρίζομε τὸν ἀρακὰ Θῆρ. Καὶ ἄνευ ἀντικ. Κάρπ. Σκῦρ.: Σοὺ καλότ’χη ξέρεις τσι ἀπογυρίζεις Σκῦρ. Κάομαι κι ἀποϋρίζω 'ποὺ τὸ πωρνὸν Κάρπ. β) Λιχνίζω, λικμῶ συμπληρωματικῶς τὸ γέννημα Κίμωλ. 9) Γυρίζω ὅλως διόλου. ἐντελῶς Κεφαλλ. Χίος: Ἤτανε γυρισμένο τὸ παπούτσι σου καὶ τ᾿ ἀπογύρισες Κεφαλλ. β) Ἀποπερατῶ τὴν ἀροτρίασιν δι᾿ ἰσοπεδώσεως Μακεδ. (Κοζ.) 10) Περιέρχομαι Κεφαλλ. Ρόδ Σίφν. Χίος κ.ἀ.: Ἠπογύρισα ὅλη τὴ γειτονιˬά, μὰ ’ὲν ηὗρα οὔτε ἕνα ἀβγὸ Χίος Ὁ Ἀντώνις δ’ ἀπογυρίσῃ ὅλα τὰ σπίτιˬα Σίφν. || ᾎσμ. Καὶ μοναχὸς τὸ γύρισα μέσα τὰ μεσανύχτι, ἀπῆτις τὸ ᾿πογύρισα, ὄφις μ᾿ ἐπηλοήθη Ρόδ. β) Περιφέρω τι, συνήθως εἰκόνα κατὰ τὴν λιτανείαν Σίφν.: Τὰ πρωὶ τὴνε ’πογυρίντζουνε τὴν Παναγιά. Καὶ ἀμτβ. Μα Τώρα ἀπογύρισε (ἐνν. ἡ εἰκόνα). γ) Περισυνάγω Κάρπ.: ᾎσμ. Νὰ ξελαλῶ τὰ ἴδια σου, νὰ ὄσκω τὰ μικρά σου, νὰ ’ποϋρίτζω τοὺς ἀρνοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀποκόβγω. δ) Περιτειχίζω, ἐπὶ ἀγροῦ ἢ ἀμπελῶνος Σίκιν. Σίφν. 4) Περιφράσσω ἐν τοῖς ἰχθυοτροφείοις διὰ καλαμωτῶν τὸ μέρος, ἔνθα εἰναι συνηγμένοι οἱ περισσότεροι ἰχθύες πρὸς ἀπόκλεισιν καὶ ἀλιείαν αὐτῶν Στερελλ. (Μεσολόγγ.): Ἀπογυρίζουνε τὴ γυροβολεˬά. 11) Μέσ. προσέχω, φροντίζω, φυλάττω τι Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐώ πάλι ἀποϋρίζομαι τὰ ροῦχα μου. ᾿Εσὺ δὲν ἀποϋρίζεσαι τὰ παπούτσιˬα σου καθόλου. Καὶ ἀμτβ. Ἀποϋρίζεται νὰ μὴ gουραστῇ. Συνών. ἀναγυρίζω Β1ε. β) Σέβομαί τινα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μὰ δὲ dὴν ἐποϋρίστηκα δὰ κ’ ἐώ, μόνον τ’ς εἶπα τά ’χε καὶ τὰ δὲν εἶχε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/