ἀπογυρισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογυρισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπογυρισμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀποϋρισμός Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογυρίζω.
Σημασιολογία
Φροντίς, προσοχὴ περί τι: Ἔνας ἀποϋρισμὸς τῶν μαλλιˬῶν, τρεῖς ὧρες χτενίζεται γιˬὰ νὰ μὴν πάῃ καὶ βγάλῃ τριχαράκι! Συνών. ἀπογύρισμα 9.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA