ἀτσιλιβάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσιλιβάριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσιλιβάριστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσιλιβαριστός < τσιλιβαρίζω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῶν θρυαλλίδων τῶν κηρίων, ὁ μὴ τυχὼν τῆς προκατεργασίας καθ’ ἣν αὗται ποτίζονται τὸ πρῶτον μὲ κηρὸν διαλελυμένον καὶ ἔπειτα κυλίονται ἐπὶ τῆς τραπέζης διὰ τῆς παλάμης καὶ οὕτω ευθύνονται: Ἀτσιλιβάριστα φιτίλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/