ἀπόγυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπόγυρος ὁ, Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾴκ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κύθν. Λέρ. Νίσυρ. Πάρ. Σίφν. Σῦρ. ἀπόϋρος Θήρ. Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν. ἀπόγυρους Σάμ. ἀπόγιουρος Πελοπν. (Μάν.) ’πόγυρος Κύπρ. Σύμ. ’πόϋρος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γῦρος.
Σημασιολογία
1) Πορεία, δρόμος οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, λοξοδρομία, ἀπόκλισις Θήρ. Κεφαλλ. Κύπρ. Νίσυρ. Σάμ. Σίφν. Σῦρ.: Ἀποφτοῦ εἴναι ἀπόγυρος Σῦρ. Ἀπόγυρος ἔρκεται ἀποκεῖ Νίσυρ. Μοῦ φαίνεται πῶς θ᾿ ἀργήσετε, γιˬατὶ ἔχει ἀπόγυρο Κεφαλλ. Ἀπαυτοῦ ποῦ λές νὰ πάμι εἶνι ἀπόγυρους Σάμ. Συνών. ὶδ. έν λ. ἀπογύρι 1. β) Ὁδὸς κυκλοτερὴς Κύθν. Κύπρ. 2) Τόπος ἀπόκεντρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ’Σ ἕναν ἀπόϋρο νὰ στήσετε τὸ τσικάλι νὰ μὴ εἶναι μέσ᾿ ’ς τὴ μέση. Συνών. ἀπογύρι 2. β) Ὡς ἐπίδ, ἀπόκεντρος Ἄνδρ. Πελοπν. (Μάν.): Εἶναι ἀπόγυρο μέρος Ἄνδρ. Εἶναι ἀπόγιουρο ἐκεῖνο τὸ μέρος Μάν. 3) Περίμετρος, περιφέρεια Θήρ. Κύπρ. Λερ Σύμ.: ᾊσμ. Ἔδε χώρα ἠ Ἀνάφη, | ἔδ’ ἀπὀγυρον τὸν ἔχει, δεκοχτὼ ᾿πιτρόπους ἔχει | καὶ κἀνένας νοῦ δὲν ἔχει! Θήρ. Ἔδε κάστρον πὄχ’ ἡ Λέρος, | ἕδ’ ’πόγυρον τὸν ἔχει! Λέρ. Γιˬὰ δὲ τόπος, γιˬὰ δὲ χώρα, | γιˬὰ δὲ ’πόγυρον τὸν ἔχει! Σύμ. Συνών. ἀπογυρίδα 3. 4) Τὸ περιλάκκωμα τῆς ἀμπέλου Κύπρ. Συνών. ἀπογύρι 6. 5) Ἐπιστροφὴ Θρᾴκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA