δαύλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαύλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαύλισμα τό, Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημώδ. ὀνόμ. φυτ., 107
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαυλίζω.
Σημασιολογία
Δαυλίτης 1, τὸ ὁπ. βλ. Συνών. συναπίδιˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA