ἀτσίμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσίμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτσίμι τό, Στερελλ (Ἀγρίν.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἑτύμου.

Σημασιολογία

Ἐπὶ δεμάτων καπνοῦ ἀκόπου, αἱ ἀνωτέρας ποιότητος δεσμίδες αἱ τοποθετούμεναι μεταξὺ τοῦ ἑτέρου ἄκρου καὶ τοῦ μέσου, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὰ καπάκιˬα, τὰ ἑκατέρωθεν ἄκρα, καὶ το ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δέματος τοποθετουμένου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/