ἀπογωνάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογωνάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπογωνάκι τό, Ἤπ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀπόγωνο, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀπόγωνος.
Σημασιολογία
Μικρὸν ὑπήνεμον μέρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA