ἀπογωνιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογωνιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπογωνιˬὰ ἡ, Ἤπ. (Πρέβ.) ἀπουγουνιˬὰ Στερελλ. (Αἰττωλ.) ’πουγουνιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόγωνος.
Σημασιολογία
Ἀπογώνι | ὃ ἰδ, ἔνθ’ ἀν.: Θὰ καθίσω ’ς τὴν ἀπογωνιˬὰ Πρέβ. Πιάνου τ’ν ἀπουγουνιˬὰ κὶ λιˬάζουμι ἅμα εἶνι ἥλιˬους Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA