γυρογυριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρογυριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυρογυριˬὰ ἡ, Σ. Μυριβήλ., Ζωὴ ἐν τάφ. , 219 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ γυριˬά.

Σημασιολογία

1) Τὰ πέριξ, ὁ χῶρος ὁ περιβάλλων πανταχόθεν ἕν τι σημεῖον ἕνθ᾿ ἀν. : Ν᾿ ἀποτραυηχτοῦνε ἀπ᾿ τὴ γυρογυριˬὰ ὅσοι περαστικοὶ δὲν πήρανε ἀκόμα χαμπάρι Σ. Μυριβήλ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἐπιρρηματικ., πέριξ, κύκλῳ Λεξ. Δημητρ.: Γυρογυριˬὰ ᾿ς τὸ χτῆμα φύτεψε κυπαρίσσιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/