ἀπογώνιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογώνιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπογώνιˬασμα τό, Ἤπ. ἀπουγώνιˬασμα Στερελλ. (Αἰτωλ) ’πουγώνιˬασμα Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπογωνιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Προφὐλαξις ἐν ὑπηνέμῳ τόπῳ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, ψύχους κττ. ἕνθ’ ἀν.: Καλὸ ’πουγώνιˬασμα ἔκαμι τὰ πρόβατα Χουλιαρ. Ποῦ νὰ βρῶ ἀπουγώνιˬασμα μι’ τοῦτ’ τοὺ κρύου; Αὶτωλ. Πβ. ἀγκωνιˬασμα (Ι) 3. 2) Μέρος ὑπήνεμον ἔνθ’ ἀν.: Καλὸ ’πουγώνιˬασμα βρῆκις κ’ ἔκατσις Χουλιαρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπογώνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA