ἀπόγωνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγωνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόγωνος ἐπίθ. Ἤπ.-ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 85 ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στὰν. 158 -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπόγουνους Ἤπ. ἀπόγωνο τό, Ἤπ. -Λεξ. Αἰν. Βλαστ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. ἀπόγουνου Ἤπ. (Χουλιαρ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Βοστιν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γωνιˬά.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ὑπήνεμος, ἐπὶ τόπου Ἤπ. -ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Τόπος ἀπόγωνος Ἤπ. Τὰ παιδιˬὰ ἄλλα ἔπιˬασαν τῶ σπιτιˬῶν τοὶς ἀπόγωνες γωνιˬὲς περίγυρα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Ἄλλα [κοπάδιˬα] κατηφοροῦσαν, ἄλλα ἀνηφοροῦσαν, ἄλλα ἰσιˬοδρομοῦσαν πρὸς τ’ ἀπόγωνα μαντριˬὰ ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπάγκε͜ιος 1. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., τόπος ὑπήνεμος ἔνθ’ ἀν.: Πῆγα κ’ ἐκάθισα ᾿ς ἕνα ἀπόγωνο Ἤπ. Ἔπιˬασι τ’ ἀπόγουνα κὶ λιˬάζιτι Χουλιαρ. Ἔλα νὰ καθίσουμι ἰδῶ ποῦ εἶνι ἀπόγοννου Βοστιν. Οὕλου τ᾿ ἀπόγουνα πιˬά’ οὑ λαγὸς τοὺ ’μῶνα Αἰτωλ. || Φρ. Πιˬά’ ὅλου τ’ ἀπόγουνα (ἐπὶ ἐπιτηδείου διὰ παντοίων μέσων ἀσφαλιζομένου) Ἀρτοτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπογώνι. β) Μέρος προσήλιον Θεσσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA