ἀτσίμπλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσίμπλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσίμπλιˬαστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀτσίμπλιˬαστους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσιμπλιˬαστὸς < τσιμπλιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων τσιίμπλες εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ μὴ λημῶν ἔνθ’ ἀν.: Ἅμα θὰ ’ρθῇς, νὰ πλυθῇς γιˬὰ νὰ σὲ δῶ ᾿ς τὰ μάτιˬα ἀτσίμπλιˬαστη. Νὰ πάς νἀ νιφτῇς καὶ νά ᾽ρθῃς χτενισμένος κιˬ ἀτσίμπλιˬαστος. Μάτιˬα ἀτσίμπλιˬαστα σύνηθ. Συνών. ἀτσίμπλιˬωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA