ἀποδαγκώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδαγκώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδαγκώνω ἀμάρτ. Μέσ. ἀποδακώνομαι Σκίαθ.-ΑΠαπαδιαμ. Τὰ ρόδιν. ἀκρογιάλ. 47.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. δαγκώνω.
Σημασιολογία
Ἀποδαγκάνω 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: «Ὁ εἷς ἐκ τῶν δύο γυναικαδέλφων ἐφάνη ὅτι κἄτι ἤθελε νὰ εἴπῃ, ἀλλὰ συναρπαγεὶς ἀπὸ τὴν βίαν τοῦ δημάρχου ἀποδακώθηκε» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA