δαυλὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δαυλὸς ὁ κοιν. δαυὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) νταυλὸς Εὔβ. (Κάρυστ. Πλατανιστ.) dαυλὸς Κύθηρ. γαυλὸς Κάρπ. Ρόδ. ᾿αυλὸς Κάρπ. ζαυλὸς Κύπρ. δαυλὲς Σκῦρ. dαβελὲ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ. Καστάν.) ζαβελὲ Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) δαῦλος Βιθυν. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) dαῦλος Θρᾴκ. (Σκοπ.) Πληθ. dαβελοὶ Τσακων. ζαβέλονε Τσακων. (Χαβουτσ.) Θηλ. δαυλῖνα Πάρ. (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. δαυλός. Πβ. καὶ τὸ παρ᾿ Ἡσυχ. «δαυλόν· δασὺ ἡμίφλεκτον ξύλον». Διὰ τὸν τύπ. dαβελὲ πβ. τὸ παρ᾿ Ἡσυχ. «δαβελός· δαλός. Λάκωνες». (Σχετικῶς μὲ τὸ δαλὸς βλ. Σούδ. «δαλός· λαμπὰς ἢ ξύλου ἀπόκαυμα ἢ δᾳδίον ἡμίφλεκτον»). Βλ. καὶ Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 367. Διὰ τὸν τύπ. δαυλὲς βλ. Β. Φοίβη, Τεσσαρακονταετ. Κ. Κόντου (1900), 257.

Σημασιολογία

1) Ἐπίμηκες τεμάχιον ξύλου ἀνημμένον ἢ ἡμίκαυστον κατὰ τὸ ἕν ἄκρον αὐτοῦ πολλαχ. καὶ Τσακων. (Βατίκ. Καστὰν. Μέλαν. Χαβουτσ.): ᾿Τσεῖνος ὁ δαυλὸς μουζουρώνει Μέγαρ. Δαυλὸς ἁφτούμενος Κρήτ. Σύμ. Παίρνει ἓναδ δαυλὸν ἐφτούμενο Κῶς (Καρδάμ.) Σ᾿ κώνει ἕνα ἀναμμένε δαυλὲ ποὺ σπ᾿θοβολοῦσε (ἐκ παραμυθ.) Σκῦρ. Δαυλὸς σβησμένος Σύμ. Βάλ-λουν τοὺς δαυλοὺς καὶ συμβάλλουν τὴφ φωθιˬὰν Ἰκαρ. (Βρακᾶδ.) Ἔπκιˬασεν τὸν ζαυλὸν μὲ τὰ έρκα του ταὶ ἐκάητεν Κύπρ. (Πεδουλ.) Ἤσβησα τοὺ δαυλὸ μέσ᾿ ᾿ς τοὺ νιρὸ Τῆν. Ἤπαιρνεν ἀφ᾿ τὴ παροστιˬὰν ἕναδ δαυλόν, ᾿ὲν εἶεν φανάριν Χίος (Πισπιλ.) Πᾶρε ἓνα δαυλὲ νὰ φέτζῃς ᾿ς τὸ δρόμο, γιˬατ᾿ ἔναι σκοτάδι Σκῦρ. Ἀρποῦσαν δαυλοὺς κ᾿ ἐγιˬουρουdούσανε ἡ μιˬὰ τσ᾿ ἁλλῆς Κρήτ. Τὰ πόδκιˬα του ἔνι μαῦρα σὰν τοὺς ζαυλοὺς Κύπρ. Ἐκάησαν οἱ κλῶνοι του καὶ γινήκασι σὰ ζαυλοὶ αὐτόθ. Ἕνα ζαβελὲ βγακὼ ἀπέξ᾿ ἀπὸ τὸ παντάκι dὸ μέτρα (ἕνας δαυλὸς βγαλμένος ἔξω ἀπὸ τὴν ἑστία δυὸ μέτρα) Βάτικ. Χαβουτσ. Πούντετσε τοὺ dαβελοί, νὰ μὴ δᾶμε (σβῆσε τοὺς δαυλούς, νὰ μὴ καοῦνε) αὐτόθ. Ἴσαμε ποὺ ἔφτασε ὁ γέρος ἀπ᾿ ὄξω ἀπὸ τὴ bόρτα του, τότε κόβγει μιˬὰ φωνή: ἔβγα, γραῖα, μὲ τὸ δαῦλο! (ἐκ παραμυθ.) Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) Ἐκείνη οὔτε μιλιˬὰ οὔτε μουρμουκιˬά, παρὰ ὅλο ἓνα ξύλη δαυλοῦ, κ᾿ ἔτσι τὴ βγάλανε οὕλοι ᾿ς τὸ παλάτι καὶ τὴ λέγανε ξύλη (ἐκ παραμυθ.) Πελοπν. (Μανιάκ.) Εἶχε κιˬ αὐτὴ κόρη γιˬὰ παντρε͜ιά, κιˬ ὄχι γαμπρό μὰ μήτε δαυλὸ, ποὺ λέει ὁ λόγος, δὲ μπόρε͜ιε νὰ τῆς βρῇ Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 46. || Φρ. Σὰ δαυλὸς εἶναι (εἶναι μαῦρος ὡς ὁ δαυλὸς) Κύθν. Ἐπόμ᾿νε σὰ δαυλὸς μονάχος (ὑπελείφθη μόνος, ἀποθανόντων τῶν οἰκείων του) Τῆν. (Κώμ.) Δαυλός ᾿ς τὸν κόλο του, καὶ νά ᾿ν᾿ καὶ πυρωμένος! (ὑβριστικ.) Κρήτ. Νὰ σὲ δῶ ζαυλὸν καμ-μένον! (ἀρὰ) Κυπρ. || Παροιμ. φρ. Ἐγίνηκε δαυλὸς! (ἐμεθύσθη κατὰ κόρον) Κύτ. Συνών. φρ. βλ. εἰς λ. δαυλὶ 1. || Παροιμ. Τοὺν γέριβι μὶ τοὺ φανάρ᾿ κὶ τοὺν ηὖρι μὶ τοὺ δαυλὸ (ἐπὶ ἀνελπίστων) Ἴμβρ. Πβ. την παροιμ. φρ. ᾿Σ τὸν οὐρανὸ σὲ γύρευα καὶ ᾿ς τὴ γῆ σὲ βρῆκα! || Γνωμ. Ὁ γαμπρὸς εἶναι δαυλὸς (ὅπως εἶναι δύσκολον νὰ πιάσῃ κἀνεὶς ἀνημμένον, διότι θὰ καῇ, ἢ ἐσβεσμένον, διότι θ᾿ ἀμαυρώση τὰς χεῖρας του, δαυλόν, οὕτως εἶναι δύσκολον καὶ τὸ συμπεριφέρεσθαι πρὸς τὸν γαμβρὸν) Αἴγιν. || ᾌσμ. Ἀνεκουφῶ τὸ πάπλωμα νὰ τσοιμηθῶ ᾿ποκάτω τσαὶ βλέπω μαῦρο κούτσουρο, γαυλὸ περικαμ-μένο Κάρπ. Ἔσκυψα νὰ πάρ᾿ ἀβγὸ σὰν καλονοικοκύρης, μαῦρο δαυλὸ σήκωσε, μιˬὰ ᾿ς τὶς πλάτες μ᾿ ἔδωσε Βιθυν. Τ᾿ ἄκουσε καὶ μνιˬὰ γριά, | ἔβραζε δυˬὸ λογιˬῶ φαγιˬά. Προποδίν᾿ τὴ bυροστιˬά | φάτε, dαῦλοι, τὸ ζουμὶ κ᾿ ἐσεῖς, πάπιˬες, τὸ φασούλι, | ἐγὼ θὰ πά ᾿νὰ πανdρευτῶ (προποδίν᾿ = ἀναποδογυρίζει) Θρᾴκ. (Σκοπ.) Ἀνὲ bοθάνω καὶ χρωστῶ, | χρωστοῦσι μου καὶ μένα, δαυλὸ ᾿ς τὸ gόλο dων αὐτεινῶ, | δαυλό ᾿ς τὸ gόλο μου καὶ μένα (σκωπτ.) Κρήτ. (Ἀμάρ.) β) Μεταφ., ὁ φίλερις, ὁ σκανδαλωδῶς ἐνεργῶν Θήρ.: Μωρέ, εἶσαι ἕνας δαυλός, ποὺ δὲν ἔχει ταίρι σου! Συνών. διˬάβολος, πειρασμός, σατανᾶς, σκάνδαλο, φωτιˬά. 2) Τεμάχιον ξύλου ἐπίμηκες κατάλληλον πρὸς καῦσιν, καυσόξυλον Ἰκαρ. Κρήτ. (Βιάνν. Ζερβιαν. Σητ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Σίκιν. Σίφν. Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Χίος - Λεξ. Δημητρ.: Βάλε ἕνα δαυλό᾿ς τὴ φωτιˬὰ Χίος. Δυˬὸ δαυλούς, καηˬμένε, ἔφερες; Δὲ μπόρεσες νὰ φέρῃς παραπάνω; Ἰκαρ. Ἤκοψε τὴ λεμονιˬά, ἐκουβάλησε ὁ δοῦλος τσὶ δαυλοὺς Βιάνν. Νὰ χιˬονίσῃ θέλει κ᾿ εἶdα θὰ ᾿ενοῦμε, bου δὲν ἔχομε δαυὸ ξύο Ἀπύρανθ. Φέρε μου ἕνα δαυλὸ γιˬὰ τὴν παρουστιˬὰ Σίκιν. Φέρε δύ᾿ dαβελοὶ γιˬὰ τὰν ἱάρα (φέρε δύο δαυλούς γιὰ τὴ φωτιὰ) Τσακων. Θὰ dὶ κιˬάσου μὶ γκἄνα dαβελὲ (θὰ σὲ πιάσω μὲ κανένα ξύλο) αὐτόθ. Κόψ᾿ αμπόσοι dαβελοὶ Μέλαν. β) Μεταφ., ἐπὶ ἀνθρώπου ὑψηλοῦ καὶ ἀδύνατου Πάρ. (Λεῦκ.): Αὐτὸς εἶναι δαυλὸς. Πο͜ιά, αὐτὴ ἡ δαυλῖνα ; γ) Μεταφ., ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος πρὸς δηλωσιν ἀπολύτου ἀκινησίας Σίφν.: Καὶ τὰ δύο (ἐνν. χέρια) δαυλοὶ εἶναι! Ὅπου κάτσω, ᾿πομένω δαυλὸς! (ἀκίνητος ἐπὶ μακρόν). δ) Μεταφ., εὐήθης, ἀνόητος, μωρὸς Θήρ. Κύθν. Σίφν. Σῦρ.: Φρ. Αὐτὸς εἶναι δαυλὸς ἀπερίκαυτος Σίφν. Αὐτὸς εἶναι δαυλὸς περικαμένος Κύθν. Σῦρ. Συνών. δαυλὶ 5, κούτσουρο, τοῦβλο 3) Τὸ διὰ δαυλοῦ ξύλισμα, τὸ ξυλοκόπημα Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ. Καστάν.) : Dαβελέ π᾿ ἔσ᾿ θέου, νὰ ᾿ρᾶρε ἐκιˬού! (ξυλοκόπημα πού θέλεις, νὰ ἰδῇς ἐσύ!) Θὰ ντὶ δοὺ γκάνα νταβελέ, νὰ μάθαιρε Τυρ. Συνών. φρ. Ξύλο ποὺ σοῦ λείπει. Βλ. καὶ εἰς λ. ματσούκι, ραβδί, στελί. 4) Τὸ μονόκαννον ὅπλον Εὔβ. (Κάρυστ.): Φέρε τὸ dαυλὸ νὰ σκοτώσω κοτσύφιˬα. 5) Ἡ νόσος τῶν σιτηρῶν ἄνθραξ πολλαχ.: Ὁ δαυλὸς δαυλιˬάζει τὸ σιτάρι Σχινοῦσ. Ὁ δαυλὸς τοῦ κεχριˬοῦ Ρόδ. Αὐτὸ τοὺ σ᾿τάρ᾿ ἔ᾿ δαυλὸ Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) Πάει τοὺ σ᾿τάρ᾿ μας, τοὺ χάλασ᾿ ἡ δαυλὸς Μακεδ. (Βρία). Ἡ δαυλὸς πιˬάνιτι ἀπ᾿ τοὺ σπόρου, ἅμα δὲν εἶνι καλὸς Μακεδ. (Δασοχώρ.) Αὐτὸ τοὺ σ᾿τάρ᾿ εἶνι μαῦρου ἀπ᾿ τοὺ δαυλὸ Μακεδ. (Νάουσ.) Φέτου τὰ ᾿χασάμι ντίπ τὰ στάριˬα, ἔπιˬασαν ὅλα δαυλὸ Μακεδ. (Γήλοφ.) Οὑ δαυλός ᾿ς τοὺ καλαμπούκ᾿ εἶνι ἓνα μαύρισμα σὰν μανιτάρ᾿ πάνου ᾿ς τὴ ρόκα του Μακεδ. (Νάουσ.) Κουφιˬάζ᾿ τοὺ σπειρὶ τοῦ σ᾿τάριˬοῦ κὶ γένιτι μαῦρου, μόλις τοὺ ζουπᾶς, ἔτσι εἶνι μαῦρου μέσα, εἶνι χαλασμένου ἀπ᾿ τοὺ δαυλὸ Θεσσ. (Σκήτ.) Εἶνι μαῦρου τοὺ ψουμί μας, γιˬατὶ τοῦ σ᾿τάρ᾿ μας εἶχι πάθ᾿ ἀποὺ δαυλὸ Ἤπ. (Κουκούλ.) Τὰ τσόκαλα τοῦ σπόρου δὲν dὰ καῖμι, γιˬὰ νὰ μὴν κά᾿ τοὺ καλαbόκ᾿ δαυλὸ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Συνών. βλ. εἰς λ. δαυλίτης 1. β) Ὁ ἐξ ἄνθρακος προσβληθεὶς σῖτος Κρήτ. (Σητ.) Σκῦρ. κ.ἀ.: Νὰ καθαρίσετε τὸ σ᾿τάρι καὶ νὰ τοῦ βγάνετε καὶ τσὶ δαυλοὺς Σητ. Ἔλα νὰ παστρέψωμε τὸ σ᾿τάρι, ποὺ εἶναι γεμᾶτο δαυλὲ Σκῦρ. Συνών. βλ. εἰς λ. δαυλίτης 2. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαυλὸς ὡς παρωνύμ. Θήρ. (Οἴα), ὑπὸ τὸν αὐτὸν δὲ τύπ. καὶ ὡς τοπων. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/