ἀτσίπωτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσίπωτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀτσίπωτα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ. ἀτσίπ-πωτα Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπιρρ ἀτσίπωτα.

Σημασιολογία

Ἄνευ αἰδοῦς, ἀναισχύντως, θρασέως.Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,182 (ἔκδ. RDawkins) «ἐμπαίνοντας ἔμπροσθεν τοῦ σουλτάνου ἐσύντυχέν του πολλὰ ἀπότορμα καὶ ἀτσίππωτα». Συνών. ἀδιˬάντροπα, ξετσίπωτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/