δαυλούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαυλούδι τό, Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) δαυλούδ᾿ Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) δαυλούγι Εὔβ. (Ἀνδρων. Κλημ. Κουρ. κ.ἀ.) ζαυλούδιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. δαυλὸς διὰ τῆς καταλ. -ούδι. Ὁ τύπ. ζαυλούδιν ἐκ τοῦ ζαυλός, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δαυλός. Διὰ τὸν τύπ. δαυλούγι βλ. Σ. Καρατζ., Ὑποκορ. Κύμ., 59.

Σημασιολογία

Μικρὸς δαυλὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Μάζωξε δυˬὸ τρία δαυλούδιˬα ἀκόμα νὰ μαγερέψωμε κιˬ αὔριˬο Κίσ. Σύμbανε μὲ δυˬὸ δαυλούδιˬα τὴ φωθιˬὰ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/