δαφνάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαφνάδα ἡ, Λέσβ. Χίος

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάφνη καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα.

Σημασιολογία

1) Ἐλαία καχεκτική, τῆς ὁποίας ὁ καρπὸς ἔχει τὸ μέγεθος τοῦ καρποῦ δάφνης Λέσβ. Χίος. 2) Ἐλαία τῆς ὁποίας τὰ φύλλα ὑπέστησαν ρίκνωσιν λόγῳ ὑπερβολικοῦ καύσωνος Λέσβ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαφνάα Χίος (Βίκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/