δαφνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαφνιˬὰ ἡ, dαφνέα Ἀπουλ. dαφινέα Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτιν.) δαφνία Τσακων. (Μέλαν.) δαφλία Καλαβρ. (Μπόβ.) dαφινία Ἀπουλ. δαφνιˬὰ Ἀμοργ. Βιθυν. Ἤπ. Κύθηρ. - Κ. Κρυστάλ., Ἔργ. 1, 39 Β. Κριμπᾶ, Ἑλλην. Ἀμπελογρ., 24 - Λεξ. Βλαστ., 462 Δημητρ. Πληθ. δαφνίλε Τσακων. (Μέλαν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάφνη διὰ τῆς καταλ. -ιˬά. Διὰ τοὺς τύπ. εἰς -έα πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 217.

Σημασιολογία

1) Δάφνη 1, τὸ ὁπ. βλ., Ἀμοργ. Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτιν. κ.ἀ.) Ἤπ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύθηρ. - Κ. Κρυστάλλ., ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Δάφνη μου καὶ δαφνίτσα μου, | δάφνη μου καὶ δαφνιˬά μου, μὴν εἶδες τὴν ἀγάπη μου | καὶ τὴν bαρηγοριˬά μου; Ἀμοργ. ᾿Σ τοῦ Χριστοῦ τὸ περιβόλι | φυτρώσανε τρία δεdρουλάκιˬα δαφνιˬά, μηλιˬά, μουριˬά. | Δαφνιˬά, μηλιˬά ριζώνει καὶ μουριˬὰ τὰ ξερριζώνει (ἐξ ἐπῳδ.) Κύθηρ. || Ποίημ. …εῖδα… | τὸν πατριάρχη... στεφανωμένο μὲ δαφνιˬᾶς | ἕνα μεγάλο κλῶνο Κ. Κρυστάλλ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Δάφνη 2, τὸ ὁπ. βλ., Τσακων. (Μέλαν.): Ὅρα λαλούιδα ἁ δαφνία! (κοίταξε λουλούδια ποὺ ἔχει ἡ ροδοδάφνη!) Οἱ δαφνίλε εἶνι ὰ ζάντζα (οἱ πικροδάφνες εἶναι στὰ ρέματα). 3) Τόπος περιέχων δένδρα δάφνης, δαφνὼν Βιθυν. 4) Δαφνὶ 3, Β. Κριμπᾶς, ἔνθ᾿ ἀν. 5) Δαφνοελιˬὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., Ἀμοργ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Δαφνιˬὰ Ἰων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. Λέσβ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (Βαρετάδ.) Δαμνιˬὰ Πελοπν. (Ὀλυμπ. Τριφυλ.) Δαφνιˬὲς Πέλοπν. (Τριφυλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/