γῦρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γῦρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γῦρος ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. γῦρο Καλαβρ. (Βουν.) γῦρους βόρ. ἰδιώμ. γῦυους Σαμοθρ. ᾿ῦρος Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κωμιακ.) Πελοπν. (Οἰν.) Στερελλ. (Γαρδίκ.) Σκῦρ. ᾿ῦρους Στερελλ. (Παρνασσ.) γιˬοῦρος Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Εὔβ. (Κύμ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Οἴτυλ.) γιˬοῦρε Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ. κ.ἀ.) γυρὸς Κύπρ. γύρη ἡ, Φοῦρν. γῦρος τό, Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. γῦρος. Διὰ τὸν τύπ. γυρὸς βλ. Σ. Μενάρδ, Ἀθηνᾶ 41 (1929), 53.

Σημασιολογία

1) Ὁ κύκλος, ἡ περιφέρεια ἐπιφανείας, κατ᾿ ἀρχήν, κυκλικῆς κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουν.) Τσακων. (Μελαν. Πραστ. Τυρ. κ.ἀ.): Ὁ γῦρος τοῦ ἁλωνιˬοῦ - τῆς ἁνέμης - τοῦ χωραφιˬοῦ - τοῦ ἀμπελιˬοῦ - τοῦ σπιτιˬοῦ κοιν. Σκάφτω τὸν γῦρο τοῦ χωραφιˬοῦ μὲ τὴν ἀξίνη Σίφν. Ἀφήκαμε ᾿ς τὸ χωράφι ἄσπορο τὸ γῦρο Κρητ. (Κίσ.) Τὸ γῦρο τὸν ἀπεργάζουν (τὸν σκάπτουν μὲ τὴν ἀξίνην) Κύθν. || Γνωμ. Σάσ᾿ τοὺς γυροὺς τῶχ χωραφκιˬῶ σ-σου, νὰ γεμώσουν οἱ γυροὶ τῶν ἁλωνιˬῶ σ-σου (ἐκ τῆς συστηματικῆς καλλιεργείας τῶν ἀγρῶν ἐξαρτᾶται ἡ καλὴ συγκομιδή· άσ᾿ = φτειάξε, καλλιέργησε) Κύπρ. 2) Ἡ περιφέρεια ἀντικειμένου παρουσιάζοντος κυκλικὸν σχῆμα κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουν.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ. κ.ἀ.) Πόντ.: Ὁ γῦρος τοῦ πιˬάτου - τοῦ ταψιˬοῦ-τοῦ καζανιˬοῦ-τοῦ τηγανιˬοῦ - τῆς κατσαρόλας - τῆς χύτρας- τῆς πίττας κοιν. Ὁ γῦρος τοῦ κανιελιˬοῦ (= κοσκίνου) Πελοπν. (Κορινθ.) Ὁ γῦρος τοῦ κοστίνου Κῶς κ.ἀ. Ὁ γῦρος τοῦ δριμωνιˬοῦ Σίκιν. Μὲ τὸ μαλάσερο μεταίρρομεν dὸν gῦρον dοῦ μύλου, νὰ dελέσ-σωμεν d᾿ ἀλεύρι (μὲ κομμάτι ἀρνοπροβειᾶς σκουπίζομε τὸ γῦρο τῆς μυλόπετρας, γιὰ νὰ μαζέψωμε τὸ ἀλεύρι) Βουν. 3) Τὸ ἔχον κυκλικὸν σχῆμα ἀντικείμενον, ὡς: α) Ὁ δακτύλιος Θεσσ. (Πήλ.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ. κ.ἀ.): Μαζώνουν οὕλ᾿ οἱ ζ᾿bιθιροί, πααίν᾿νι ᾿ς τοὺ σπίτ᾿, νὰ ποῦμι, τοῦ συβαστικοῦ μὶ καλούδιˬα, μανdήλιˬα, γραβάdες, π᾿κάμ᾿σα κὶ μὶ τοὺ γῦρου, τοὺ δαχ᾿λίδ᾿, νὰ ποῦμι (συβαστικοῦ = μνηστῆρος, καλούδιˬα = δῶρα). Πήλ. Ὁ γαμπρὲ ἔνι τεροῦ τὰ νύθη τὸ γιˬοῦρε Μέλαν. β) Ἡ χρυσῆ στεφάνη, ἡ περιβάλλουσα φλωρίον ἢ ἄλλο στρογγύλον κόσμημα Σύμ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Ὄμορφα ποὺ ταιριˬάσιτε, σὰ dοὺς ἅγι - Ἀναργύρους, σὰ dὰ Βενέτικα φλουριˬὰ μὲ τοὺς μεάλους γύρους Συμ. γ) Ὁ περιβάλλων τὸν λαιμὸν τῶν αἰγοπροβάτων ξύλινος κλοιὸς ἢ δερματίνη λωρίς, ἐπὶ τῶν ὁποίων προσαρμόζονται τὰ κουδούνια Σαμοθρ. δ) Τὸ κυκλικὸν στόμιον τῶν φρεάτων Μέγαρ. Τσακων. : Ἔπετσε ὁ γιˬοῦρος τοῦ πηγαδιˬοῦ Μέγαρ. Συνών. ποτζάλι. ε) Ἡ λωρὶς λευκοῦ ὑφάσματος, ἡ περιθέουσα τὴν ἐσωτερικὴν ἐπιφάνειαν κοφίνου, εἰς τὸν ὁποῖον τοποθετοῦνται τὰ πρὸς πλύσιν λευκὰ ροῦχα Ἄνδρ. στ) Τὸ κεντημένον, λευκὸν συνήθως ὑφασμα τὸ περιθέον τὸ κάτω μέρος κλίνης Ἄνδρ. Ἰκαρ. Ἴος Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Κύθν. Λευκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Βούτσ. Δίβρ. Καλάβρυτ. Καρδαμ.) Σίκιν. Σκῦρ. Σῦρ. - Λεξ. Βλαστ. 274: Ὁ γῦρος τοῦ κρεββατιˬοῦ Σῦρ. Ἕνα ᾿ῦρο τοῦ κρεββατιˬοῦ κεdῶ καὶ φαώθηκα (= ἐκουράσθην) Ἀπύρανθ. Γύρω ᾿ς τὰ κρεββάτιˬα βάζανε γῦροι bλέχτινοι Ἴος. Συνὠν. γυροκούρτινο 1, γυροπόδι 2, τορναλέτο. ζ) Τὸ ἐν εἴδει δακτυλίου περιβάλλον τὴν κεφαλὴν γυναικὸς μανδήλιον Σκῦρ. Συνών. κεφαλογύρι, σαρίκι. η) Ἡ τολύπη ἐξαμμένων μαλλίων, ὡς ἀποτελουμένη ἐκ δακτυλίων Μακεδ. (Χαλκιδ.) : Φκειάνου γῦρ᾿ (τολυπεύω ἔριον). θ) Τὸ σχοινίον ἢ σύρμα, τὸ συνδέον τὰ ἄκρα τῶν κεραιῶν ἀνεμομύλου Ἀμοργ. Ἡράκλ. Κίμωλ. Κύθν. Μύκ. Πάρ. Τῆν. Σίκιν. Σίφν. Σχινοῦσ. Φολέγ. Συνών. γυρόσκοινο. ι) Αἱ πέριξ τῶν μυλοπετρῶν ὑδρομύλου ἢ ἀνεμομύλου προφυλακτικαὶ σανίδες Ἰκαρ. Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἐγκαρ. Φιλότ.) Τῆν. (Σμαρδάκ.) Συνών. γῦρα 4β, γυρόξυλο, γυρωσιˬά, φάκλα, ια) Ὁ διὰ χειροβόλων θερισμένου σίτου, κριθῆς κ.τ.τ. σχηματιζόμενος περὶ τὸ κράσπεδον τοῦ άλωνίου κύκλος Πελοπν. (Κάμπος Λάκων. Κορινθ.): Νὰ ρίξωμε τὸ γῦρο Κάμπος Λάκων. || Παροιμ. Ὁ γῦρος τ᾿ ἁλωνιοῦ τρώει τὰ δεμάτια (ἐπὶ τῶν ἰσχυρῶν, οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦν τούς ἀδυνάτους Κορινθ.) ιβ) Ἐπὶ νῆσων, ἡ αἰγιαλίτις ζώνη Κύθηρ.: Ψαρεύει ᾿ς τὸ γῦρο τοῦ νησιˬοῦ. ιγ) Ἡ ἀκτὴ Κρήτ. Κύπρ.: Ὁ γῦρος τοῦ γιˬαλοῦ Κρήτ. Ἡ θάλασσα ἔσυρεν ἄμμον εἰς τὸν γῦρον Κύπρ. || Παροιμ. Ὅσο πλέεις τὸ γῦρο, βάστα (πρὸ τῶν ἐμποδίων νὰ ἐνεργῇς μετά περισκέψεως) Κρήτ. ιδ) Τὸ κράσπεδον τοῦ γυναικείου ἐνδύματος Ἀθῆν. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἰθάκ. Μακεδ. (Βλάστ.) Κύπρ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Γαρδίκ.) Σκῦρ. Σύμ. -Κ. Χατζοπ., Ἀγάπ., 5: Ἤμπλεξεν ὁ γῦρος τοῦ φουστανιˬοῦ της ᾿ς τὴν gαρφίτσαν τ᾿ ἐστίστη Κῶς. Καλέ, ᾿ιˬὰ κατέβασε τὸ ᾿ῦρο τοῦ φουστανιˬοῦ μου, ᾿ιˬατ᾿ εἶναι κοdὸ Ἀπύρανθ. Φουστάνι μὲ δύο φαρμπαλᾶδες κάτω ᾿ς τὸ γῦρο Κ. Χατζόπ., ἔνθ᾿ ἀν. || Παροιμ. Κόβομε τὸ γῦρο καὶ bαλούνομε τὴ bοιδιˬὰ (ἐπὶ τῶν φροντιζόντων διὰ τὰ ἐπουσιώδη, ἐνῷ ἀμελοῦν διὰ τὰ οὐσιώδη) Μάν. Τί σί μέ᾿ ἐσέν᾿, καλέ μ᾿, γιˬὰ τοὺ γῦρου τῆς πουδιˬᾶς μ᾿; (ἕκαστος φροντίζει περὶ τῆς ὑποθέσεώς του) Ζαγόρ. Λείπ᾿ ὁ γῦρος κ᾿ ἡ ποδιˬά | καὶ τὰ δυˬὸ τὰ μπροστινὰ (ἐπὶ τῶν πολλὰ ἐπιχειρούντων καὶ οὐδὲν περατούντων) Ἀθῆν. || Ἆσμ. Τὸ ψάριμ - μέσα ᾿ς τὸγ - γιˬαλόμ παίζει μὲ τὸ χταπόδιν, νά ᾿μουγ - γυρὸς τοῦ φουστανιˬοῦ, νὰ σοῦ ᾿ντζιζα τὸ πόδιν Κύπρ. Συνών. γυρόποδας, γυροπόδι 1, ποδόγυρος. ιε) Ἡ ὀσφὺς καὶ μάλιστα τοῦ παχέος ἀνθρώπου, ἐκ τοῦ σχῆματος Κεφαλλ.: Μοῦ πονάει ὁ γῦρος. Ἔπεσε ἡ ζώνη ἀπὸ τὸ γῦρο μου. Συνών. βεδρά, μέση. ιστ) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ὑποδηματοποιῶν, τὸ τμῆμα τοῦ ὑποδήματος, τὸ καλύπτον τὸν ταρσὸν, τὸ μετατάρσιον καὶ τοὺς δακτύλους τοῦ ποδός. Ὁ γῦρος τοῦ παπουτσιοῦ, κοιν. Συνών. ψίδι. 4) Ὁ κύκλος, ὁ σχηματιζόμενος ὑπὸ προσώπων ἢ πραγμάτων τοποθετημένων κυκλικῶς κοιν.: Ἐκάθησαν ὅλοι ᾿ς τὸ γῦρο. Τὰ παιδιˬὰ ἔκαμαν ἕνα γῦρο κ᾿ ἔβαλαν ᾿ς τὴ μέση τὴ γιˬαγιˬὰ καὶ τοὺς ἔλεγε παραμύθιˬα κοιν. Ὑστερνὰ ᾿ραδdζάντζουνdαι οὗλτες ᾿ς τὸγ-γῦρο (εἰς τὸ τέλος ἀραδιάζονται ὅλοι εἰς κύκλον) Ἀστυπ. Γυρ᾿βουλιˬὰ ἀπόξ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ μάντρα ἦτουν κου᾿τὰ τὰ κυπαρίσσιˬα ἕνα γῦρου Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Φρ. ᾿Σ τὸ γῦρο μου (πλησίον μου) Κρήτ. κ.ἀ. || Παροιμ. Τρεῖς ᾿ς τὸ γῦρο (ἐπὶ τῶν ἐνεργούντων δι᾿ ἴδιον ὄφελος εἰς βάρος ἄλλων) πολλαχ. Τρεῖς τοῦ γύρου εἶναι τούτη (ἐπὶ γυναικὸς ἐπιληψίμου διαγωγῆς) Πελοπν. (Καρδαμ.) Ἔλα τὸ γῦρο, νὰ μαδήσωμε τὸ χοῖρο (ἐπὶ συμπράξεως φαύλων, σκοπούντων τὴν γύμνωσιν ἀνυπόπτου θύματος) Ν. Πολίτ., Παροιμ., 4, 270. || ᾌσμ. Κάμετε τόπον, ἄρκουdες, καὶ σεῖς, παππᾶδες, γῦρο κιˬ ἀπόγυρο, φτωχολογιˬά, νά ᾿μbω νὰ τὴφ-φιλήσω Νίσυρ. Κάμετε γῦρον, ἄρκονdες, καὶ γῦρον οἱ παππάδες καὶ γῦρον ἡ δικολογιˬά, νά ᾿μbω νὰ τοῦ μιλήσω Τῆλ. Ἡ σημ. ἥδη Ἑλληνιστ. Πβ. Πολυβ. 29.11.5 «γῦρος οὐρανοῦ». β) Κατὰ σημασιολογικὴν ἐπέκτ., οἱ συγγενεῖς, ὁ κύκλος τῶν συγγενῶν Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ.) – A. Passow, Popular. Carm. 5,56: Νά ᾿ν᾿ καλὰ ἡ γῦρους μας Ναυπακτ. Σὶ χαρά, σὶ λύπ᾿ ἔρχιτι οὕλους οὺ γῦρους Αἰτωλ. || ᾎσμ. Στέκω καὶ συλλογίζομαι, τ᾿ ἔπαθε ὁ γῦρος πού ᾿χα, ὁπού᾿χα κάστρο φαμελιˬὰ καὶ κάστρο γενιαλόγιˬ A. Passow, ἔνθ᾿ ἀν. 5) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν οὶ ἡμίσεις ἐκ τῶν παιζόντων παίδων εὑρίσκονται ἐντὸς κύκλου κεχαραγμένου ἐπὶ τοῦ ἐδάφους καὶ κινούμενοι διὰ τοῦ ἑνὸς ποδὸς προσπαθοῦν νὰ θίξουν διὰ τῆς χειρὸς τοὺς ἑτέρους ἡμίσεις, οἱ ὁποῖοι τρέχουν πέριξ τοῦ κύκλου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) β) Παιδιὰ κατά τὴν ὁποίαν οἱ παίζοντες τοποθετοῦν εἰς τὸ κέντρον κύκλου κεχαραγμένου ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἀστράγαλον προβάτου καὶ ἱστάμενοι πέριξ τοῦ κύκλου προσπαθοῦν νὰ πλήξουν τὸν ἀστράγαλον δι᾿ ἑτέρου μεγαλυτέρου, κατὰ τὸ πλεῖστον τῆς ἐλάφου, καὶ νὰ ἐκσφενδονίσουν αὐτοὺς ἐκτὸς τοῦ κύκλου Ρόδ. 6) Ὁ κύκλιος χορὸς Εὔβ. (Στρόπον.) Θεσσ. Μακεδ. (Ὄλυμπ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σύμ. Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.): κ.ἀ. Νὰ φέρουμ᾿ ἕνα γῦρου (νὰ χορεύσωμεν) Στρόπον. Πάινι τρεῖς γύρους οὑ χουρὸς αὐτόθ. Ἐμποίτ᾿ ἕνα δύ᾿ γιοῦροι ὸ χορέ, τ᾿ ἐμπαΐτσε (= ἔκαμε ἕνα δύο γύρους ᾿ς στὸ χορό, καὶ βγῆκε) || Παροιμ. Ἄb-bα ᾿ς τὸγ-γῦρον - νὰ δῇς (πρὸς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος, ἐνῷ εἶναι ξένος πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, παρέχει συμβουλάς περὶ τοῦ πρακτέου· ἄb-bα= ἔμπα, εἴσελθε). Συνών. παροιμ. Ὅποιος εἵν᾿ ἀπέξω ἀπ᾿τὸ χορό, πολλὰ τραγούδια ξέρει. Συμ || ᾎσμ. Πιˬάνει τοὺς νιˬοὺς ἀπ᾿ τὰ μαλλιˬά, τοὺς γέρους ἀπ᾿ τὰ χέριˬα, πιˬάνει καὶ τὰ μικρὰ παιδιˬὰ τὸ γῦρο νὰ χορέψουν Καλάβρυτ. β) Ὁ γαμήλιος χορός, ὁ χορὸς τοῦ Ἡσαΐα Ἀγαθον. Ἀμοργ. Λέρ. Ροδ. κ.ἀ. : ᾎσμ. Κουμbάρε, ποὺ στεφάνωσες ταὶ γύρισες τὸγ-γῦρο, νὰ σ᾿ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ βάλῃς καὶ τὸ μῦρο Λέρ. 7) Ἡ στροφή, ἡ κυκλικῆ κίνησις πολλαχ.: Δὲ bροφτάκανε νὰ φέρουνε δυˬὸ γύυους τὰ ζᾶ τσαὶ βούλιˬαξε τ᾿ ἁλώ᾿ Σαμοθρ. Ἔμbα ᾿ς τ᾿ ἁλώνιν, gάμε πενdέξη γύρους τ᾿ ἔβgα Κῶς Ἔκαμες πολλοὺς γιˬούρους ᾿ς τ᾿ ἁλώνι Πελοπν. (Οἴτυλ.) || Φρ. Τὰ ζᾶ τοῦ γύρου (τὰ ἁλωνίζοντα ζῷα) Τῆλ. β) Τὸ ἐπὶ ὀβελοῦ περασμένον τεμάχιον κρέατος, τὸ ὁποῖον ψῆνεται περιστρεφομένου τοῦ ὀβελοῦ πλησίον ἀνημμένων ἀνθράκων Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ. Συνών. ντονέρ, κεμπάπ. 8) Ἡ περίοδος, συνήθως ἡ πρὸς ἀναψυχὴν κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ. κ.ἀ.) Πᾶμε νὰ κάνουμε ἕνα γῦρο κοιν. Ἔδωκα γυρὸν νὰ τὸ βρῶ (περιῆλθον παντοῦ, διὰ νὰ τὸν εὕρω) Κύπρ. Ἐγυρίζαν γυρὸν τοῦ γυροῦ νά ᾿βροῦν πόρταν αὐτόθ. || Φρ. Τὸ μωρὸ πάει τὸ γῦρο (ἀρχίζει νὰ κάνῃ τὰ πρῶτα βήματα) Ἄνδρ. Μύκ. || ᾎσμ. Χτυπᾷ τοῦ πύρκου τρεῖς γυροὺς ταὶ πόρταν ᾿έν-ι-βρίσκει Κύπρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυριˬὸ 1. 9) Ἡ σειρὰ εἰς τὴν χρονικὴν ἀκολουθίαν Κύπρ. (Μένοικ.) κ.ἀ. Ἦρτεν ὁ γυρός μου Μένοικ. Συνών. ἀράδα 6, ἀραδιˬὰ 2, ἀραδίτσα 2, ἀραδούλα, σειρά, σειρούλα 10) Ἐπιρρηματ. κατ᾿ αἰτιατ., εἰς σχῆμα κύκλου Κύπρ. (Μένοικ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ. κ.ἀ.) Γιˬοῦρε-γιˬοῦρε ὰν τέα (γύρω - γύρω στὸ σπίτι) Μέλαν. Γυρίζουν τὸν προβολέα γυρὸγ - γυρὸν (γύρω – τριγύρω) Μένοικ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ᾿Σ τὸ Γῦρο Εὔβ. (Βρύσ.) Κάρπ. Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) Κῶς (Καρδάμ.) Λέσβ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κλειτορ. Λαγκάδ. Τριφυλ. κ.ἀ) Στερελλ. (Μεσολόγγ. κ.ἀ.) ᾿Σ τὸ gάτω Γῦρο Δ. Κρήτ. ᾿Σ τὸ Γῦρο τοῦ Χάε Τῆλ. Γιˬοῦρος Εὔβ. (Κουρ.) Γυρὸς Κύπρ. (Ἀμμόχ. Λεμεσ. Λευκωσ. Μένοικ. Πάφ.) Γυρὸς τῆς Ἀβγολιˬᾶς - τοῦ Κτηροῦ - τοῦ Τίκ-κη Κύπρ. (Λεμεσ.) Γυρὸς τῆς Ἀορατερῆς - Ρίζας - Ταμπούκ-κας - τοῦ Ἅι-Νικόλα - Ἔλα - Μεν-νὲ - Πλοοῦ - Σταυροῦ Κύπρ. (Πάφ.) Γυρὸς τοῦ Νικόλα - Ρότσου - τῆς Φρακτῆς Κύπρ. (Λευκωσ.) Γυρὸς τῆς Τρεμινθιˬᾶς - Χαλούσης - τῶν Περβολουδιˬῶν Κύπρ. (Κερύν.) Γυρός, τὸ Τῆν. Γυροί οἱ Κύπρ. (Ἀμμόχ. Λεμεσ. Λευκωσ. Πάφ.) Κάτω Γῦροι Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/