ἀτσούλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσούλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσούλιˬαστος ἐπίθ. (ΙΙ) ἀτιλίαστος Πόντ.(Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσουλιˬαστὸς < τσουλιˬάζω, παρ’ ὃ καὶ τιλζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ σκεπασμένος μὲ ἐφάπλωμα ἢ ἄλλο εἶδος καλύμματος τῆς κλίνης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA