ἀποδειλινιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδειλινιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδειλινιˬάζω Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποδείλινο.

Σημασιολογία

Τρώγω κατὰ τὸ δειλινόν: Ἦρθε ν᾿ ἀποδειλινιˬάσουμε. Συνών. δειλινιάζω. Πβ. ἀπογεματίζω (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/