ἀτσουμάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσουμάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀτσουμάδα ἡ, Νίσυρ. Τῆλ. ἀτσουμάα Κάρπ. τσουμάδα Σύμ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Ἀγελὰς νέα, μέχρι δύο ἢ τριῶν ἐτῶν, δάμαλις Κάρπ. Σύμ. Τῆλ. 2) Καθόλου, άγελὰς Κάρπ. Νίσυρ.: Ἐπῳδ. Σὰ ἡ ἀτσουμάα τὸ ’αμάλι της γλείφω κιˬ ἀναγλείφω τὸ πανάκι μου τὸ τριφθαρμισμένο, τὸ ξεφθαρμισμένο, τρὶς μοῦ τὸ φθάρμισε, τρὶς μοῦ τὸ ξεφθάρμισε Κάρπ. 3) Μεταφ. ὀνειδιστικὸς χαρακτηρισμὸς κόρης ὡρίμου Τῆλ.: Ἐν ἐν τρέπεσαι, κακομοῖρα, κοτζὰ ἀτσουμάδα νὰ μὴν ἔχῃς στόχασι’πάνω σου! Τῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/