ἀτσουμαλεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσουμαλεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀτσουμαλεˬὰ ἡ, Κρήτ. (Βιάνν. Μεραμβ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. τιθύμαλος.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν εὐφόρβιον τὸ δενδροειδὲς (euphorbia dentroides) τῆς τάξεως τῶν γρομφαδιωδῶν (scrophulariaceae), ὁ δενδροειδὴς τιθύμαλος τοῦ Διοσκορ. 4, 162 «ὀποῦ δριμέος καὶ λευκοῦ μεστός»: ᾎσμ. Θωρεῖς τα, κουζουλὸ πουλλί, τὰ πράματα ποῦ κάνεις ν᾽ ἀφίνῃς τὸ βασιλικὸ κιˬ ἀτσουμαλεˬὲς νὰ πιˬάνῃς; Κρήτ. Συνών. ἀτσουτσούμαλ-λος, γαλατσίδα, γαλόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/